Ο θάνατος του Διγενή
- Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.
- Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
- κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
- κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει,
- πως θα σκεπάσει τον αιτό, τση γης τον αντρειωμένο.
- σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,
- τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
- χαρά κι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
- στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
- στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια.
- ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,
- κι ελάβωσε του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
- Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
- πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
- νάρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, νάρθει κι γιος του Δράκου,
- νάρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
- κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
- βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
- "σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;"
- "φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
- συχάσατε, καθίσατε, κι εγω σας αφηγιέμαι.
- της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
- που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
- παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,
- κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
- με τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργιές κοντάρι.
- βουνά καί κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
- νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
- και τόσα χρόνια πούζησα δω στον απάνω κόσμο,
- κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
- τώρα είδα έναν ξυπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,
- πούχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
- με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
- κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".
- Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
- κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.